- πρύμος
- α, ο попутный (о ветре)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρύμος — α, ο, Ν βλ. πρίμος … Dictionary of Greek
πρίμος — α, ο / πρῑμος, α, ον, ΝΜΑ, και πρύμος, α, ο, Ν, πρεῑμος, η, ον, Α νεοελλ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος 2. το θηλ. ως ουσ. η πρίμα α) η πρίμαντόνα β) συνεκδ. καμπάνα με υψηλό τόνο 3. το ουδ. ως ουσ. το πρίμο η πρώτη, δηλ. η υψηλότερη φωνή, σε… … Dictionary of Greek